ξεκούμπισμα

ξεκούμπισμα
το, -ατος
το αποτέλεσμα του ξεκουμπίζω, απομάκρυνση, διώξιμο, αποχώρηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεκούμπισμα — το διώξιμο, απομάκρυνση …   Dictionary of Greek

  • εκδίωξη — η απομάκρυνση, διώξιμο, ξεκούμπισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοστρακισμός — ο 1. η εξορία με οστρακισμό (βλ. λ.). 2. μτφ., απόρριψη, απομάκρυνση, εξοβελισμός, ξεκούμπισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”